ἀσπούδαστα

ἀσπούδαστα
ἀσπούδαστος
not zealously pursued
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀσπούδαστ' — ἀσπούδαστα , ἀσπούδαστος not zealously pursued neut nom/voc/acc pl ἀσπούδαστε , ἀσπούδαστος not zealously pursued masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασπούδαστος — η, ο (Α ἀσπούδαστος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν σπούδασε, που έμεινε αμόρφωτος 2. αυτός που δεν μελετήθηκε ή αυτός που μπορεί να μελετηθεί δύσκολα αρχ. 1. αυτός που δεν επιζητήθηκε με ζήλο 2. αυτός τον οποίο δεν πρέπει κάποιος να επιζητεί, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”